συφιλίδη

συφιλίδη
η, Ν
ιατρ. παλαιός, αλλά ακόμη σε χρήση, όρος για κάθε βλάβη τού δέρματος ή τών βλεννογόνων, που εμφανίζεται κατά την δευτερογενή και την τριτογενή σύφιλη (α. «κηλιδώδης συφιλίδη» β. «θυλακιώδης συφιλίδη» γ. «μελαγχρωματική συφιλίδη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. syphilide < syphilis (βλ. λ. σύφιλη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”